<body><script type="text/javascript"> function setAttributeOnload(object, attribute, val) { if(window.addEventListener) { window.addEventListener('load', function(){ object[attribute] = val; }, false); } else { window.attachEvent('onload', function(){ object[attribute] = val; }); } } </script> <div id="navbar-iframe-container"></div> <script type="text/javascript" src="https://apis.google.com/js/platform.js"></script> <script type="text/javascript"> gapi.load("gapi.iframes:gapi.iframes.style.bubble", function() { if (gapi.iframes && gapi.iframes.getContext) { gapi.iframes.getContext().openChild({ url: 'https://www.blogger.com/navbar.g?targetBlogID\x3d9322014\x26blogName\x3dFrosted+Flake+Wood\x26publishMode\x3dPUBLISH_MODE_BLOGSPOT\x26navbarType\x3dSILVER\x26layoutType\x3dCLASSIC\x26searchRoot\x3dhttps://ffwood.blogspot.com/search\x26blogLocale\x3del_GR\x26v\x3d2\x26homepageUrl\x3dhttp://ffwood.blogspot.com/\x26vt\x3d-7538618771097144035', where: document.getElementById("navbar-iframe-container"), id: "navbar-iframe" }); } }); </script>

"Όνειρο"

21.7.05
Κρατάει σφιχτά το λουρί του μικρού της κανίς, τα τακούνια της χτυπούν το μάρμαρο γρήγορα, θυμωμένα.
"Που πάτε δεσποινίς;"
Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στον θυρωρό. Το δρόμο τον ήξερε καλά, τον είχε περπατήσει τόσες φορές. Αυτή και ποιος ξέρει πόσες άλλες άκουσαν τις ίδιες ψεύτικες υποσχέσεις. Ο φωτογράφος είναι ξαπλωμένος στο βάθος, σε μία αιώρα, μέρος του σκηνικού της τελευταίας φωτογράφισης: "Η όαση των λεγεωνάριων", σκόρπια γύρω του περικεφαλαίες, περικνημίδες και ψεύτικα ξίφη.Ο θυμός της κοπάζει για ένα δευτερόλεπτο, ίσα ίσα να επανέλθει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Πλέον δε βλέπει μπροστά της από το μίσος, δεν ελέγχει τον εαυτό της. Παίρνει ένα ξίφος και το ρίχνει επάνω του με μανία. Δεν τα καταφέρνει με την πρώτη, το ξίφος είναι ψεύτικο και αμβλύ. Με την παλάμη της κάθετα στη λαβή ρίχνει όλο της το βάρος πάνω του και νιώθει το αίμα να κυλά ανάμεσα στα δάχτυλά της. Οι κραυγές της ήταν πιο δυνατές από τις δικές του. "Πάντα έτσι ήταν." σκέφτηκε ειρωνικά. Τα μάτια του, γαλάζια και ορθάνοιχτα κοιτούσαν πάνω από τον ώμο της, πάνω από αυτή, πέρα από αυτή. Η τρέλα της ψιθύρισε ότι την κοροιδεύουν και χώνει τα ήδη ματωμένα της δάχτυλα στις κόχες τους τραβώντας τα, ξεριζώνοντάς τα.
"Πως τολμάς να με ειρωνεύεσαι παλιομαλάκα;" τα δάκρυά πλέον κυλουν στο λαιμό της. Ασταμάτητα... Ανοίγει τις χούφτες της και το περιεχόμενο τους χαράζει δύο κόκκινους δρόμους στο πάτωμα.
Το κανίς με τη γλώσσα έξω, κουνώντας την ουρά πλησιάζει την κυρά του.
Παραπατώντας, με τα μαλλιά της κολλημένα στο μέτωπο από τον ιδρώτα βγάζει τα σωθικά της σε μια γωνιά, αφήνοντας το αιμάτινο αποτύπωμα της παλάμης της στον τοίχο.

0 Σχόλια:

Πείτε κι εσείς κάτι!

<< Επιστροφή στην αρχική σελίδα